Η ανατροπή
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τα μάτια του αλλά δεν του φαινόταν καθόλου. Σε άλλες εποχές θα τον έλεγαν γεράκο ή παππού, μα αυτός έμοιαζε με το ζόρι θείος. Άντε πεθερός.
Ήταν ο ιδιοκτήτης του τοίχου. Για πολλά χρόνια, από τον πόλεμο και μετά, κυνηγούσε τα παλιόπαιδα της γειτονιάς που του λέρωναν τον τοίχο με τα βρωμομηνύματά τους.
Τον άσπριζε κάθε καλοκαίρι, τον έβαφε πιο σκούρο τους χειμώνες. Αλλά πάλι του τον λέρωναν. Είχε στήσει ατέλειωτα καρτέρια πίσω από το ξύλινο πατζούρι που έβλεπε στο δρόμο, αλλά πάντοτε, γύρω στις 11, 11 μιση τον έπαιρνε ο ύπνος. Το άλλο πρωί ο τοίχος είχε πάλι κάτι να του πεί. Η ιστορία αυτή είχε καταντήσει λερναία ύδρα και αυτός δεν ήταν ηρακλής για να κάψει κεφάλια.
Τελευταία όμως, κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Έβλεπε στις ειδήσεις τα γεγονότα για τους φοιτητές που φώναζαν στους δρόμους και έσπαζαν βιτρίνες, για τους μετανάστες που έβαζαν φωτιές στα αυτοκίνητα, για τους ανθρώπους σε όλα τα μέρη του κόσμου που κάτι είχαν να πουν αλλά το έλεγαν καταστρέφοντας και καίγοντας.
Αποφάσισε λοιπόν κι αυτός, χωρίς να πολυκαταλάβει γιατί, να κάνει το ίδιο. Και επειδή ποτέ δεν του άρεσε να χαλάει τα πράγματα των άλλων, επειδή τόσα χρόνια δεν είχε ποτέ πειράξει κανένα και δεν είχε εκδικηθεί τα παιδιά που του λέρωναν τον τοίχο, αποφάσισε να γράψει ότι είχε στο δικό του τοίχο.
Στην αρχή έβαλε μουσική, ένα παλιό CD των Buena Vista που τον μετέφερε αστραπιαία στην Αβάνα την εποχή του Κάστρο. Πήρε ένα κουτί κόκκινη μπογιά που είχε στην αποθήκη και ένα ξεραμένο πινέλο και βγήκε στο δρόμο.
Ο τοίχος ήταν γεμάτος με ονόματα παιδιών, με συνθήματα, με χαρά και μελαγχολία. Η γωνιά που τόσο καιρό είχε σταμπάρει δεν ήταν πλέον άδεια. Έγραφε 'pate' και η μπογιά ήταν ακόμη νωπή. Είχε δει ποιος το έγραψε αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Αυτό άλλωστε ήταν και το ωραίο με αυτό τον τοίχο, αλλά και με κάθε τοίχο.
Αυτή τη φορά λοιπόν δεν διέγραψε τίποτα.... Πάτησε πάνω σε ένα καφάσι που βρήκε πεταμένο στη γωνιά και με σταθερή και συνεχόμενη γραφή έγραψε μια λέξη. Ψηλά ψηλά, για να μη σβήσει το μήνυμα κάποιου άλλου, και με μεγάλα αλλά ντροπαλά-κατακόκκινα γράμματα.
L i b e r t a d
Ενα μικρό σημείο χαμηλά στον τοίχο
Μια μέρα έλαβα ένα μήνυμα από ένα φίλο που έλεγε "Πήγαινε σε εκείνο το δρόμο, έγραψα κάτι σε έναν τοίχο!...". Περίεργη καθώς είμαι πήγα και είδα. Αναγνώρισα το κομμάτι που είχε γράψει ο φίλος μου, είδα όμως κι άλλα. Εικόνες, σκέψεις, ιστορίες, γεύσεις, συναισθήματα, ήχοι, μυρωδιές, όλα πάνω στον τοίχο, κομμάτια διαφορετικών ανθρώπων, που καθώς πέρασαν από μπροστά άφησαν κι από κάτι. Ο τοίχος δεν είχε τη δική του ιστορία, είχε τις ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί... Έμεινα αρκετή ώρα να χαζεύω τον τοίχο, μέχρι που κατάλαβα ότι είχα αργήσει να φτάσω στον προορισμό μου. Μου άρεσε όμως ο τοίχος, και πέρναγα συχνά από εκεί για να δω τι καινούριο είχε γραφτεί.
Ώσπου μια μέρα παρατήρησα ένα παρατημένο σπρέι εκεί παραδίπλα και σκέφτηκα να γράψω κι εγώ κάτι. Έπιασα λοιπόν το σπρέι στα χέρια μου, το κούνησα και βάλθηκα να κοιτάζω τον τοίχο προσπαθώντας να εμπνευστώ κάτι πρωτότυπο, να εντυπωσιάσω τον επόμενο περαστικό που θα το δει. Μάταια όμως, ποτέ δεν ήμουν καλή στις εκθέσεις, ούτε στη ζωγραφική. Άσε που δεν είχα ξαναγράψει σε τοίχο, πόσο μάλλον με σπρέι... Τελικά αποφάσισα για πρώτη φορά να γράψω το όνομά μου, να αφήσω μια προκαταβολή και την υπόσχεση ότι σύντομα θα ξαναπεράσω για να γράψω κάτι άλλο, κάτι "καλό". Άλλωστε πάντα όταν θέλουμε απλά να γεμίσουμε ένα χαρτί, να δοκιμάσουμε ένα στυλό, να μουτζουρώσουμε την ώρα που μιλάμε στο τηλέφωνο, το όνομά μας δεν γράφουμε? Τι πιο απλό για πρώτη φορά? Κάτι σαν "γεια σας, είμαι κι εγώ εδώ, καιρό σας βλέπω, είπα να μπω κι εγώ στην παρέα του τοίχου".
Ξανακούνησα το σπρέι, έσκυψα λίγο και πάτησα το κουμπί διστακτικά. Λίγο μπλε χρώμα δημιούργησε μια μικρή τελεία στον τοίχο, σε ένα μικρό λευκό σημείο χαμηλά, κοντά στο πεζοδρόμιο. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο τελικά. Ξαναπάτησα το κουμπί με περισσότερη δύναμη, και σχημάτισα τέσσερα στρογγυλεμένα γράμματα, σχεδόν παιδικά: pate.
Τη στιγμή που το έγραψα το ψιλομετάνιωσα, ντράπηκα, ήταν όμως αργά... Άφησα το σπρέι και απομακρύνθηκα.
Yaaaaaaaaannnn
Όταν ακούτε Jim Carey τι σας έρχεται στο μυαλό; Το Mask, το Dumb and Dumber, άντε το Truman Show. Σίγουρα όμως όχι το Man on the Moon ή το Majestic.
Όταν ακούτε το όνομα Yann Tiersen τι σας έρχεται στο μυαλό; Το Amelie, άντε και το Good Bye Lenin αν το 'χετε ψάξει πιο πολύ.
Αυτό έπαθα κι εγώ (και άλλοι 1000 μαζί μ' εμένα) στο Λυκαβητό χτες. Περίμεναμε να ακούσουμε πιάνα, βιολιά και ακορντεόν. Είχα πάρει και μαξιλαράκια μαζί -ένα για να κάθομαι κι ένα για προσκέφαλο. Όμως ο Yann είχε άλλη άποψη:
Ξεκίνησε τη συναυλία με τον ήχο της αγαπημένης όλων μας: ...στον επόμενο τόνο.... η ώρα θα είναι.... 21 και 50 και 10 δευτερόλεπτα.....
Συνέχισε με ηλεκτρικές, κιθάρες, μπάσα, ντραμς και πλήκτρα με αέρινα samples για χαλί.
Ένας ήχος που θύμιζε Matmatah και Noir Desir και ένα βιολί που έμπαινε σφήνα για να θυμίσει Louise Attaque. Λίγα λόγια, πολλή μουσική.
Κι όμως, πάγωσε λίγο τον κόσμο που άλλο περίμενε και άλλο του 'ρθε. Σε τραγούδια που κανείς θα περίμενε το κοινό να χοροπηδά και να εκστασιάζεται, όσοι ήταν όρθιοι μπροστά στη σκηνή, απλά 1-2 άτομα μπροστά στη σκηνή κουνούσαν το κεφάλι άρυθμα. Ανάγκασε και τους τύπους στα βράχια να διαμαρτυρηθούν για τα λεφτά που δεν έδωσαν και να φωνάξουν "Αμελιιιιιιι"...., γενικά.
Ώσπου -οργή λαού φωνή θεού- ο Yann έπιασε το βιολί και άρχισε να παίζει ένα βαλσάκι. Τα κινητά πήραν φωτιά, οι ανταποκρίσεις σε όλους όσους δεν ήταν εκεί, έδινα κι έπαιρναν. Και πάλι όμως, το βαλσάκι γρήγορα εκφυλίστηκε και το βιολί έγινε περίστροφο στα χέρια του Yann. Σαν άλλος Neo προσπαθούσε για 2-3 τραγούδια να ξορκίσει τους πράκτορες με τα μπάσα, και να διώξει τον κακό ντράμερ από τη σκηνή.
Τελικά τα κατάφερε, ο κόσμος άρχισε να γουστάρει, χειροκρότησε πολλές φορές, κουνήθηκε και τελικά τον ανάγκασε να υποκλιθεί στο Αθηναϊκό κοινό.
Έπαιξε για 2 σχεδόν ώρες, μπήκε και ξαναμπήκε στη σκηνή 2-3 φορές και πολύ το γούσταρε.
Λέτε να ξανάρθει; Μπορεί;
Γι'αυτό την άλλη φορά να πάρουμε, να ακούσουμε κανένα cd και να βάλουμε και το ράδιο να παίζει, αυτά που θέλει ο καλλιτέχνης και όχι αυτά που εμείς ξέρουμε και αγαπάμε.
Μέχρι τότε:
Yaaaaaaannnnnnn
Του '70 οι εκδρομείς
Ή αλλιώς για να θυμούνται οι νέοι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι... *
H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια
γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε
να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες
μεσημεριανό
ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί
όλο
το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την
αναμονή.
Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα
ζωντανοί.
Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους.
Κάναμε
ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από
το
«σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια
και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα
χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες
χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές
γωνίες.
>>>
Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια.
Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε
κόντρες
κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε
ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν
έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε
όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα
φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν
κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας
νόμος
για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο
με
πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά
και
όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να
κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα
ο
ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως
κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν
μπουκάλια
νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα.
Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το
αντιμετώπιζαν
πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.
Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια,
βιντεοταινίες
με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε
να
βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά
βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό,
κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα
μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα.
Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη
βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση.
Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι
ήμασταν
ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!
Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και
τους
φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από
τους
γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν
υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;
Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος
έπρεπε
να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές
όσο
άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για
να
περάσουν όλοι. Τι φρίκη!
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες
στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς
μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα
στην
άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια
κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο
chat room και γράφοντας ; ) : D : P
Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα
αυτά
μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά
παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.
Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να
μεγαλώσεις σαν παιδί...
Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1980
*τα credit στην Έλενα
06 - 06 - 06 (το μαύρισμα)
Μια τέτοια μέρα, κάθε τοίχος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να βάλει τα καλά του, να στολιστεί, να βαφτεί... Και όχι όπως σε όλες τις γιορτές, αλλά όπως βάφονται στις συναυλίες των Cure. Μαύρα ρούχα, μαύρα μαλιά, μαύρα μάτια. 'Η έστω λίγο πιο γιορταστικά και κοροϊδευτικά όπως ο Mairilyn Manson, οι Kiss ή οι Lordie.
Ο τοίχος του κόσμου λοιπόν, τηρώντας αυστηρά την παράδοση, ντύνεται στα μαύρα για να σατανίσει τη γιορταστική αυτή ημερομηνία.
Αλήθεια? Σήμερα θα βγει και κανένας παλιοημερολογίτης παπάς να ξορκίσει τη μέρα?
Με τις υγείες σας.