Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Κούραση

Καθόταν εκεί ορθός κι αγέρωχος και έμοιαζε έτοιμος για ένα ακόμη ταξίδι. Είχε φτιάξει τη βαλίτσα, είχε ελέγξει τα λάστιχα, είχε φουλάρει βενζίνη και ήταν με το ένα πόδι στα διόδια.
Τον έβλεπε κάθε φορά που ξεκινούσε από τα χαράματα μες στην καλή χαρά, την ώρα που ο ήλιος δεν είχε ακόμη ζεστάνει την πόλη, την ώρα που όλοι γύριζαν με εκνευρισμό πλευρό για λίγα ακόμη λεπτά. Και κάθε φορά τον ρωτούσε:
- Πώς μπορείς να είσαι πάντα έτοιμος, πάντα όρθιος και πάντα δυνατός; Δεν κουράζεσαι ποτέ; Ποτέ δε θες να ακουμπήσεις πάνω μου και να ξεκουραστείς; Γι' αυτό είμαι εγώ εδώ.
και έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση:
- Ευχαριστώ, να ακουμπήσω αν θες, αλλά να ξέρεις πως δε θα το ευχαριστηθώ. Θα ξέρω, πως πρέπει να φύγω, και θα μετρώ την ώρα.
Τελικά είναι καλύτερο να περιμένω και να ακουμπήσω μια και καλή.
Καληνύχτα!