Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Μεταφυσικές Ιστορίες Νο. 8 - Ο πειρασμός

Έχουν περάσει 10 μέρες στο νησί. Ο Ήρωας μαζεύει τα τελευταία πράγματα από το μικρό δωματιάκι και τα βάζει στη βαλίτσα του. Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Σε λίγο θα πρέπει να αφήσει αυτό το ζεστό και φιλόξενο σημείο του νησιού και να πάει πλέον στο νέο του σπίτι στη χώρα.
Όλες αυτές τις μέρες τον είχαν φάει η δρόμοι. Οι δρόμοι, τα τηλέφωνα και οι αϋπνίες. Πώς να κοιμηθεί αφού το μυαλό του ήταν κομμένο στα δυο.
Για μια ακόμη φορά έπρεπε να διαλέξει. Πειρασμός ή μαρασμός.
Όχι πάντως μοιρασμός. Είχε κουραστεί να μοιράζεται.
- Αυτή είναι εντάξει μαζί μου. Και εσύ είσαι πάλι πολύ μακριά.... Τι να κάνω; Γιατί να συμβαίνουν σε μένα αυτά;
Από την άλλη βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά. Ούτε κι η δεύτερη βέβαια. Πάντα η ίδια ιστορία, χιλιετίες τώρα. Ο ένας με την Αρετή, ο Άλλος με τη Μαγδαληνή, άλλοι με το Μήλο και άλλες με τον Κρίνο. Πάντα το ίδιο δίλημμα. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να αποφασίσει, με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει.
Αλήθεια ο Οδυσσέας από ποιο δρόμο πήγε στην Τροία. Που ήταν η Κίρκη, οι Σειρήνες και οι Κύκλωπες; Που ήταν όλοι αυτοί όταν πήγαινε προς την Τροία να τον γύρισουν 10 χρόνια νωρίτερα στην Ιθάκη; Αλλά βλέπεις έτσι είναι. Πρέπει να βγεις στον πηγαιμό για να εκτιμήσεις το γυρισμό.
Έτσι κι αυτός σας άλλος εκλεκτός έπρεπε να φτάσει μέχρι τα Κήθυρα, να πολιορκήσει και να πολιορκηθεί για να καταλάβει την Αθήνα που άφησε πίσω του 10 μέρες πριν.



Ποτέ δεν του άρεσαν τα διλήμματα και ποτέ δεν ήθελε να πατά από δω κι από κει. Και διάλεξε. Αποφάσισε να περιμένει. Mέχρι την επόμενη έκπληξη.


<Τα ονόματα που αναφέρονται στο παρόν επεισόδιο, ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικούς ανθρώπους, νησιά και άνθη και αποτελούν προϊόν συνωνυμίας>.
Εξάλλου, μια απλή συνωνυμία δεν μεταμόρφωσε το Βέγγο από απλό υπάλληλο σε μεγάλο γυναικοκατακτητή στο "Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο";

Σάββατο, Ιουλίου 22, 2006

Ο τοίχος που πληγώναμε

Άρχιζε να σκαλίζει με μανία τον τοίχο. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί γιατί το κάνει. Απλά αισθανόταν μια ανεξάντλητη ενεργητικότητα να θέλει να της τινάξει τα σωθικά. Ήθελε να έχει ολα τα χρώματα του ουράνιου τόξου να ζωγραφίσει από την αρχή τον κόσμο, αλλά ήξερε πώς δεν τα κατάφερνε. Ήθελε να μάθει όλες τις νότες, τις συγχορδίες και τους δακτυλισμούς για να παίξει αυτό που ήθελε και να ξεσπάσει, αλλά δεν ήξερε καν να πιάνει τα τάστα.
Ήθελε να τρέξει, να κόψει πρώτη το νήμα, να πετάξει μακριά και ψηλά, αλλά δεν είχε καιρό.
Τα γνώριζε όλα αυτά πολύ καλά και τα άκουγε συνεχώς μέσα της όσο σκάλιζε τον τοίχο. Δεν μπορούσε πλέον να βλέπει τα χρώματα να σκεπάζουν το ένα το άλλο και τα μηνύματα να μπλέκονται αρμονικά δίνοντας το νόημα της ζωής.
Η επιθετικότητα της εφηβείας άρχιζε να ξαναζωντανεύει και να την κυριεύει. Θυμήθηκε τότε που χτυπούσε με μανία τα doc martens στον ίδιο τοίχο για να τα κάνει να φαίνονται παλιά. Θυμήθηκε πέρσι που κολλούσε αφίσες στον ίδιο τοίχο δημιουργώντας ένα στρώμα προστασίας. Αλλά και τότε που με το σπρέυ έγραφε με περηφάνεια "Μην πατάτε τον τοίχο". Τον ίδιο τοίχο που τώρα κεντούσε με τον κοφτερό σουγιά. Και ο τοίχος σαν άλλο μαστιχόδεντρο δάκρυζε και τη συνέπαιρνε στα δάκρυά του.

Άκουσε θόρυβο και έφυγε βιαστικά....