Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006

Η ανατροπή

Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τα μάτια του αλλά δεν του φαινόταν καθόλου. Σε άλλες εποχές θα τον έλεγαν γεράκο ή παππού, μα αυτός έμοιαζε με το ζόρι θείος. Άντε πεθερός.
Ήταν ο ιδιοκτήτης του τοίχου. Για πολλά χρόνια, από τον πόλεμο και μετά, κυνηγούσε τα παλιόπαιδα της γειτονιάς που του λέρωναν τον τοίχο με τα βρωμομηνύματά τους.
Τον άσπριζε κάθε καλοκαίρι, τον έβαφε πιο σκούρο τους χειμώνες. Αλλά πάλι του τον λέρωναν. Είχε στήσει ατέλειωτα καρτέρια πίσω από το ξύλινο πατζούρι που έβλεπε στο δρόμο, αλλά πάντοτε, γύρω στις 11, 11 μιση τον έπαιρνε ο ύπνος. Το άλλο πρωί ο τοίχος είχε πάλι κάτι να του πεί. Η ιστορία αυτή είχε καταντήσει λερναία ύδρα και αυτός δεν ήταν ηρακλής για να κάψει κεφάλια.
Τελευταία όμως, κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Έβλεπε στις ειδήσεις τα γεγονότα για τους φοιτητές που φώναζαν στους δρόμους και έσπαζαν βιτρίνες, για τους μετανάστες που έβαζαν φωτιές στα αυτοκίνητα, για τους ανθρώπους σε όλα τα μέρη του κόσμου που κάτι είχαν να πουν αλλά το έλεγαν καταστρέφοντας και καίγοντας.
Αποφάσισε λοιπόν κι αυτός, χωρίς να πολυκαταλάβει γιατί, να κάνει το ίδιο. Και επειδή ποτέ δεν του άρεσε να χαλάει τα πράγματα των άλλων, επειδή τόσα χρόνια δεν είχε ποτέ πειράξει κανένα και δεν είχε εκδικηθεί τα παιδιά που του λέρωναν τον τοίχο, αποφάσισε να γράψει ότι είχε στο δικό του τοίχο.
Στην αρχή έβαλε μουσική, ένα παλιό CD των Buena Vista που τον μετέφερε αστραπιαία στην Αβάνα την εποχή του Κάστρο. Πήρε ένα κουτί κόκκινη μπογιά που είχε στην αποθήκη και ένα ξεραμένο πινέλο και βγήκε στο δρόμο.
Ο τοίχος ήταν γεμάτος με ονόματα παιδιών, με συνθήματα, με χαρά και μελαγχολία. Η γωνιά που τόσο καιρό είχε σταμπάρει δεν ήταν πλέον άδεια. Έγραφε 'pate' και η μπογιά ήταν ακόμη νωπή. Είχε δει ποιος το έγραψε αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Αυτό άλλωστε ήταν και το ωραίο με αυτό τον τοίχο, αλλά και με κάθε τοίχο.
Αυτή τη φορά λοιπόν δεν διέγραψε τίποτα.... Πάτησε πάνω σε ένα καφάσι που βρήκε πεταμένο στη γωνιά και με σταθερή και συνεχόμενη γραφή έγραψε μια λέξη. Ψηλά ψηλά, για να μη σβήσει το μήνυμα κάποιου άλλου, και με μεγάλα αλλά ντροπαλά-κατακόκκινα γράμματα.

L i b e r t a d