Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006

Μεταφυσικές ιστορίες Νο. 9 - Έξις, δευτέρα φύσις

Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες από τότε που πάτησε το πόδι του στο νησί.
Το νησί που στην αρχή δεν τον χωρούσε έμοιαζε να τον έχει καταπιεί και ετοιμαζόταν να τον χωνέψει.
Καθόταν στο καφενείο του Μπατή στο παλιό λιμάνι και προσπαθούσε να ζαλίσει μια ελιά με το πηρούνι του. Ταυτόχρονα έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό και έμπαινε για πρώτη φορά στη 10η πίστα.
Είχε κανένα μήνα τώρα που το ξεκίνησε και είχε φτάσει κιολας στη 10η πίστα. Παλιά ούτε να τα δει δεν ήθελε. Τώρα όμως που είχε χρόνο...
Ξάφνου του ήρθε στο μυαλό η ατάκα από το Μπραζιλέρο:
"Time there is... money there is not...".
Και άρχισε να κάνει απολογισμό.
Τρεις μήνες τώρα στο νησί είχε χρόνο να φαν' κι οι κότες, λεφτά δεν είχε πολλά. Από την άλλη βέβαια δεν είχε και έξοδα. 350 ευρώ το σπίτι, ρεύμα, νερό, κινητό και όλα τα άλλα ότι έτρωγε εδώ κι εκεί. Και που να τα φάει δηλαδή αφού το πιο ακριβό πράγμα στο καφενείο έκανε 10 ευρώ, και λεγόταν κέρνα όλο το μαγαζί.
Το χρόνο τώρα, του τον έτρωγαν οι κότες. Και αυτό ήταν που τον στενοχωρούσε. Τόσα χρόνια στην Αθήνα έτρεχε σαν τρελός, πάνω από το τηλέφωνο για να κλείνει δουλειές και πάνω από τον υπολογιστή να τελειώνει projects. Λεπτό δεν πήγαινε άχρηστο. Μέχρι και τις ταινίες σε ffw τις έβλεπε. Όποτε βέβαια αποφάσιζε να δει μεγάλου μήκους ταινία. Και τώρα στο νησί λες και ρέταρε ο κινητήρας.
Ξυπνούσε το πρωί, έπινε ένα καφέ στου Μπατή, πήγαινε στη δουλειά μέχρι το μεσημέρι, πίσω για φαί και ύπνο, απόγευμα μια βόλτα στην αγορά (άνοιγε κάθε Τετάρτη) και το βράδυ για κανένα κρασί στου Μεζά.
Και αύριο πάλι τα ίδια. Τα σαββατοκύριακα; Ύπνος μέχρι αργά, εφημερίδες και καφές μέχρι πιο αργά, φαγητό μέχρι πολύ αργά και κανένα ποτάκι αργά... αργά...
Είχε περάσει 10 πίστες σε τρεις μήνες και όμως από το νησί δεν είχε δει τίποτε. Δεν εύρισκε και παρέα, δεν είχε και καλό καιρό... δεν πειράζει κι όλας, το συνήθισε.
- Που 'σαι κυρ Γιάννη, πιάσε άλλη μια σούμα.
Tada!!!! Level 11

Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006

Πάντα άξια

Έμοιαζε γεννημένη να τρέχει για ότι αγαπά και να στενοχωριέται για ότι της παίρνουν μακριά. Εκτός από το τραγούδι και τη ζωή είχε άλλη μιαν αγάπη που δεν την έκρυβε από κανένα. Άλλοι ήξεραν γιατί, άλλοι το καταλάβαιναν κι άλλοι το μάθαιναν με την πρώτη ευκαιρία. Δεν δίσταζε να το λέει πόσο την αγαπούσε. Γνωρίστηκαν πριν από πολλά χρόνια και μεγάλωσαν μαζί. Είχε στολίσει η μια την άλλη αρκετές φορές και την είχε φανταστεί ευτυχισμένη πολλές περισσότερες. Από την άλλη είχαν σταθεί δίπλα-δίπλα και στα δύσκολα, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχαν φανταστεί, όταν οι αποφάσεις των άλλων διασταυρώνονταν με τις επιθυμίες τους, όταν αυτοί που τους αγόραζαν παιχνίδια τους τα έπαιρναν από τα χέρια την άλλη στιγμή.
Πάντοτε μαζί στα δύσκολα και στα χαρούμενα. Έτσι λοιπόν ήταν δεδομένο ότι και τώρα θα ήταν μαζί. Θα αναλάμβανε κι αυτό το στόλισμα. Την φρόντισε, την οργάνωσε, τη βοήθησε, την ευχήθηκε και τελικά την περίμενε εκεί στα σκαλιά μαζί με το γαμπρό.
Χάρηκε μαζί της, τη γέμισε με χαμόγελο και ένιωσε τη χαρά της μέχρι το κόκκαλο. Έβγαλε όλη την κούραση της προετοιμασίας λίγο πριν τελειώσει η τελετή και πάλι σε απόλυτη αρμονία με τη φίλη της. Κόντεψε να κοιμηθεί... ώσπου ανέλαβε δράση... στέφεται ο δούλος του Θεού...
Ζήτησε να πιεί κρασί από το ίδιο ποτήρι, αλλά αρκέστηκε στο ουίσκι της προθέρμανσης. Εξ'άλλου είχαν κοινωνήσει τόσες φορές όλα αυτά τα χρόνια...
Χαιρέτησε, ευχήθηκε, της ευχήθηκαν, πόζαρε και το χάρηκε όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε το χαμό της και ξεκίνησε για τα επόμενα.
Έφτασε στο γλέντι χαρούμενη όσο ποτέ, με τόση χαρά που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Μόνο που η χαρά αυτή χτύπησε σε τείχος. Σε τείχος σκληρό και απόρθητο όλο αυτό τον καιρό. Προσπάθησε με παιδική αφέλεια να τον διαπεράσει χωρίς να κάνει βήμα πίσω. Χτύπησε πάνω με τόση δύναμη που σωριάστηκε κάτω ανήμπορη να συνεχισει. Για λίγες στιγμές όλοι νόμισαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Και πράγματι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά μέχρι εκεί. Σηκώθηκε όρθια, γύρισε την πλάτη στο τείχος και άρχισε να ξεμακραίνει...
Είχε πάρει την απόφασή της. Θα γλεντούσε αυτή τη μέρα σαν να μην υπήρχε επόμενη, δεν θα προσπαθούσε άλλο το τείχος θα γκρέμιζε με τον καιρό. Δεν ήξερε γιατί δεν προσπαθούσε, απλά είχε βαρεθεί να τρέχει, να χτυπιέται και να πονά. Και μάλιστα όχι μια τέτοια ημέρα. Εξάλλου είχε απογοητευτεί κιόλας.
Μπήκε στο χορό και άρχισε να χορεύει χωρίς σταματημό. Σαν άλλος Ζορμπάς άρχισε να στριφογυρίζει τον κόσμο γύρω της, σαν να την τσίμπησε ταραντέλα και να θελε να ξορκίσει το δηλητήριο χοροπηδούσε δω και κει. Και τελικά τα κατάφερε....
Το ελαφρύ της πάτημα κατάφερα να κουνήσει όλη τη γη και μαζί και το τείχος. Το είδε από μακριά καθώς ήταν και διαπίστωσε ότι δεν ήταν ατέλειωτο όπως νόμιζε. Αντίθετα είχε περάσματα στις άκρες και από πάνω του μπορούσε να δεί όπως πηδούσε ψηλά. Και αυτά που έβλεπε ήταν καλά, απλά λίγο θολά και ζαλισμένα. Το έφερε κοντά της και πάλι και σαν από θαύμα μπόρεσε να το αγκαλιάσει. Το άρπαξε και το παρέσυρε στο χορό της.
Κάτι είχε συμβεί... όλα πήγαιναν και πάλι καλά. Τόσο καλά που δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν την έννοιαζε και να το πιστέψει βέβαια. Ήταν τόσο χαρούμενη με όλα τα άλλα που θα μπορούσε να κουνήσε και ολόκληρη τη γη και να μην το πάρει χαμπάρι.
Ακόμη δεν το έχει πιστέψει, αλλά δεν την πολυνοιάζει. Περνά καλά και αισθάνεται ότι τα δίνει όλα και αυτό έχει σημασία.
Δεν ξέρει ξένες γλώσσες αλλά μιλά τη δική της πολύ καλά και με σιγουριά. Και το γλέντι συνεχίζεται.
πάντα Άξια λοιπόν
και ότι επιθυμείς.