Παρασκευή, Απριλίου 21, 2006

Μεταφυσικές Ιστορίες Νο. 6. - Το νησί, ο ψαράς και το σπίτι του -

Μόλις άρχισε να χαράζει και ο Ήρωας ξυπνά στην καρέκλα από το σύντομο ύπνο του. Ακούει ένα φορτηγό να μαρσάρει και να ξεκινά. Ξύπνα φτάσαμε.
Σηκώνεται βιαστικά και βλέπει την τελευταία γιαγιά που απόμεινε στο σαλονάκι να κατεβαίνει προς την έξοδο. Πάει γρήγορα προς το αμάξι, μπαίνει μέσα βάζει μπρος και πάει προς τη στεριά.
- Άντε παληκάρι μου. Θα το γυρίζαμε πίσω!
Ήδη οι δύο και μοναδικοί επιβάτες της επιστροφής ανεβαίνουν προς το σαλονάκι. Ούτε ένα αμάξι δε φεύγει από το νησί.
Έχει φτάσει πια στο νησί αλλά δε βλέπει και πολλά γύρω του. Είναι ακόμη νωρίς και το λιμάνι δε φαίνεται να έχει ξυπνήσει. Το υπόλοιπο νησί δε φαίνεται, έχει πυκνή ομίχλη. Βγάζει το χάρτη από το ντουλαπάκι και κοιτάζει να δει κατα που πέφτει η Χώρα. Θα πάει εκεί να βρει ξενοδοχείο γιατι στο internet δε βρήκε τίποτε. Αφού συμβουλεύεται το χάρτη, βάζει μπρος και πάλι και σηκώνει το κεφάλι για να ξεκινήσει.
Πάλι καλά δηλαδή γιατί αν άφηνε το συμπλέκτη λίγο πριν δε θα προλάβαινε να δει το χαμογελαστό μουστάκια που στέκονταν μπροστά στο αμάξι.
- Άστα αυτά δε θα σου χρειαστούν. Θα σε πάω εγώ στη Χώρα. Αν βέβαια με πας και συ.
Ο μουστάκιας είχε έρθει πλέον δίπλα στο παράθυρο του συνοδηγού ανυποψίαστος από το τι γλίτωσε.
- Ε, καλημέρα, .. μόλις ήρθα στο νησί.. που ακριβώς πηγαίνετε... γιατί...
- Καλημέρα παληκάρι μου και να σαι καλά γιατί για να βρεις ταξί τέτοια ώρα πολύ δύσκολο. Ξεκίνα και θα σου λέω εγώ.
...
...
Αρκετά λεπτά μετά το πλάνο κλείνει πάνω στο άσπρο, τρίθυρο αυτοκίνητο. Αριστερά μόλις διακρίνεται η θάλασσα και δεξιά χώμα και πουρνάρια. Ο Ήρωας έχει ξυπνήσει και μιλά με τον ψαρά. Το κλίμα είναι σαφώς καλύτερο.
- Λοιπόν λεβέντη σε μένα θα μείνεις. Θα μείνεις εδώ μέχρι να βρεις αυτό που θέλεις. Θα πίνουμε τις ρακές μας, θα τρώμε το ψαρακί μας και θα πηγαίνουμε μαζί ως τη χώρα, εγώ για να πουλάω και συ για να κάθεσαι. Είσαι πολύ τυχερός. Εδώ, εδώ στρίψε, μετά την παράγκα.
Δεν έχει άλλα σπίτια, τέρμα νησιού - οργή θεού. Κι όμως η στροφή μετά την παράγκα φέρνει τα πάνω-κάτω.
- Ο φάρος!! Είναι τρομερός! Και μένεις εδώ τόσα χρόνια;
- Τόσα κι άλλα τόσα λεβέντη μου. Και για όλη μου τη ζωή. Δίπλα στη θάλασσα και μακριά απ' όλους. Έγω κι οι δικοί μου άνθρωποι. Βάλτο έδω... κατέβα. Εεεεεεοοοοοο. Έλα κόρη μου.